θεόμαντις

θεόμαντις
θεόμαντις
one who has a spirit of prophecy
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θεόμαντις — θεόμαντις, ὁ (Α) αυτός που έχει προφητικό πνεύμα, ο θεόπνευστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μάντις] …   Dictionary of Greek

  • θεομάντεις — θεόμαντις one who has a spirit of prophecy fem nom/voc pl (attic epic) θεόμαντις one who has a spirit of prophecy fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • θεομαντείον — θεομαντεῖον, τὸ (Α) [θεόμαντις] λόγος προς επίκληση τής θείας αποκαλύψεως …   Dictionary of Greek

  • θεομαντώ — θεομαντῶ, έω (Α) [θεόμαντις] προφητεύω με θεία έμπνευση …   Dictionary of Greek

  • μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”